- λατρεύω
- (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω)1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.)2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β. «λατρεύω ἡδονῇ», Λουκιαν.)νεοελλ.1. είμαι προσηλωμένος σε κάποιο πάθος («λατρεύει τα χρήματα»)2. φροντίζω για την καθαριότητα και την καλή συντήρηση τού σπιτιούνεοελλ.-μσν.φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον πάρα πολύαρχ.1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ, εργάζομαι («ἄλλος γῆν τέμνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτὸν λατρεύει», Σόλ.)2. είμαι υπηρέτης, δούλος ή υπήκοος, δουλεύω, είμαι σε κατάσταση δουλείας («ώστε μήποτε λατρεῡσαι ταύτην», Ξεν.)3. υπηρετώ κάποιον ή κάτι («παῑδ' Ἀγαμεμνονίαν λατρεύω», Ευρ.)4. φρ. «λατρεύω νόμοις» — υπακούω στους νόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάτρον. Η λ. αρχικά σήμαινε «εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον», αργότερα πήρε τη σημ. «υπηρετώ τον θεό» και συνεκδοχικά «αγαπώ τον θεό», για να επεκταθεί τελικά στη γενικότερη σημ. «αγαπώ κάποιον πάρα πολύ»].
Dictionary of Greek. 2013.